Ὀπουντίου

Ὀπουντίου
Ὀπούντιος
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυκλιακός — κυκλιακός, ή, όν (Α) [κύκλος] 1. αυτός που αναφέρεται στον κύκλο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κυκλιακά τίτλος συγγράμματος τού Φιλίππου τού Οπουντίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”